-
1 δυσβατος
21) труднопроходимый, малодоступный(τόποι Arst., Polyb., Diod.; χώρα Plut.)
2) трудноодолимый, трудный(ἀμαχανίαι Pind.)
3) злосчастный, злополучный(Περσὴς αἶα Aesch. - v. l. δυσβάϋκτος)
См. также в других словарях:
ηιών — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Μακεδονίας. Στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα, σε απόσταση 25 σταδίων από την Αμφίπολη, o Ξέρξης κατασκεύασε κοντά της γέφυρα για να περάσει ο περσικός στρατός στη Μακεδονία. Αργότερα, o Πέρσης στρατηγός… … Dictionary of Greek